Λούκατς Γκ. Νίτσε, κάτω από το φως του μαρξισμού
ή
Λούκατς Γκ. Νίτσε, κάτω από το φως του μαρξισμού
ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Δεν είναι ασφαλώς, δυνατόν, μέσα στα περιορισμένα πλαίσια ενός προλογικού σημειώματος, να κάνουμε λόγο για το έργο και την προσωπικότητα πνευματικών μορφών όπως του Φρειδερίκου Νίτσε και του Γκέοργκ Λούκατς, που το πέρασμά τους άφησε βαθύτατα ίχνη στον κόσμο των ιδεών. Μια τέτοια φιλοδοξία, εξάλλου, έχουμε τη γνώμη πως θ’ αποδεικνυόταν υπέρτερη των δυνάμεών μας και θα κατέληγε, σίγουρα, στη στείρα επανάληψη απόψεων που διατυπώθηκαν από έγκυρους μελετητές του έργου τόσο του Νίτσε, του φιλοσόφου που ύμνησε τη σκληρότητα κι εχλεύασε όλες τις καθιερωμένες αξίες της εποχής του, όσο και του Λούκατς, του κορυφαίου φιλοσόφου των χρόνων μας, που θεωρείται ο μόνος πρωτότυπος μετά το Λένιν μαρξιστής στοχαστής. Είμαστε, συνεπώς, υποχρεωμένοι να περιοριστούμε, κατ’ ανάγκην, στην παρουσίαση του κειμένου, που, σε μετάφραση, δίνουμε στη δημοσιότητα σήμερα.
Θα πρέπει, νομίζουμε, κατ’ αρχήν, να σημειωθεί ότι ο «Νίτσε» δεν αποτελεί μια μονογραφία, ένα αυτοτελές έργο του Λούκατς. Είναι τμήμα, μονάχα, ένα κεφάλαιο (το τρίτο) του μνημειώδους έργου του «Η καταστροφή του λογικού» (τίτλος του γερμανικού πρωτοτύπου: «ZERSTÖRUNG DER VERNUNFT»), που πραγματεύεται την ιστορία της ρασιοναλιστικής γερμανικής φιλοσοφίας. Το βιβλίο περιλαμβάνει, ακόμα, ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στη γερμανική κοινωνιολογία κι άλλο ένα αφιερωμένο στον κοινωνικό δαρβινισμό και συνοδεύεται από έναν πολυσέλιδο πρόλογο, στον όποιο «ο λαός του Ντύρερ και του Τόμας Μύνστερ, του Γ καίτε και του Καρλ Μαρξ» προτρέπεται ν’ απελευθερωθεί από την επαίσχυντη κληρονομιά τού ιρρασιοναλιομού, μια κληρονομιά που κορυφώνεται με τις δολοφονικές παραφροσύνες του Γ' Ράιχ.
«Η καταστροφή του λογικού» δεν έχει σαν σκοπό της. όπως γράφει ο Λούκατς, να γίνει μια ιστορία, ή, έστω, ένα απλό εγχειρίδιο της «αντιδραστικής» φιλοσοφίας. Αντικείμενό της έχει το φαινόμενο του ιρρασιοναλιομού, που βασικά χαρακτηριστικά του είναι η υποτίμηση του νου και του λογικού και η άμετρη, αντιστοίχως, υπερτίμηση της ενόρασης, μια αριστοκρατική θεωρία της γνώσης, η απόρριψη της ιδέας της ιστορικής προόδου της κοινωνίας, η δημιουργία μύθων. Ο ιρρασισναλιομός, υποστηρίζει ο Λούκατς, αντιπροσωπεύει την κυρίαρχη κατεύθυνση της αστικής φιλοσοφίας και αποτελεί μιαν από τις θεμελιώδεις τάσεις της. Στην «Καταστροφή του λογικού» δεν πρόκειται, βέβαια, να παρακολουθήσουμε μια λεπτομερειακά εξαντλητική μελέτη του ιρρασιοναλιστικού φαινομένου, απλώς, μας δίνεται στις σελίδες της ανάγλυφη η κύρια γραμμή της ανάπτυξής του, μέσω της ανάλυσης των πιο σημαντικών και πιο τυπικών εκπρόσωπων του. Η κύρια αυτή γραμμή δεν είναι άλλη από την αντιδραστική απάντηση που δίνει η αστική φιλοσοφία στα μεγάλα ιστορικά προβλήματα που τέθηκαν από -τις αρχές του αιώνα μας.
Κλασική χώρα του ιρρασιοναλιομού, για το Λούκατς, είναι η Γερμανία του XIX και του XX αιώνα. Η Γερμανία των δυο τελευταίων τούτων αιώνων είναι, κατά το Λούκατς, ο γεωγραφικός χώρος όπου ο ιρρασιοναλισμός γνώρισε την πιο ιδιόμορφη και την πιο πλατειά ανάπτυξη και όπου, συνεπώς, μπορούμε να τον μελετήσουμε καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Ξεκινώντας από τη σωστή αυτή θέση ο Λούκατς, μας δείχνει τους δρόμους από τους όποιους πέρασε η Γερμανία, στον τομέα της Φιλοσοφίας, για να φτάσει, χειραγωγούμενη από τον ιρρασιοναλισμό, στο Χίτλερ. και μας δείχνει, ακόμη, πως οι φιλοσοφικές διαμορφώσεις, που, καθεαυτές, δεν είναι παρά οι αφηρημένες αντανακλάσεις της πραγματικής εξέλιξης, μπόρεσαν να επισπεύσουν την πορεία της Γερμανίας προς το χιτλερισμό.
Ο Λούκατς δεν παύει να τονίζει στο έργο του ότι η ιστορία της φιλοσοφίας, όπως ακριβώς και η ιστορία της τέχνης και της λογοτεχνίας, δεν είναι απλώς μια ιστορία των φιλοσοφικών ιδεών, ούτε μια ιστορία μονάχα των φιλοσόφων. Τα προβλήματα και η κατεύθυνση των λύσεων στη φιλοσοφία, υποστηρίζει ο Λούκατς, δίνονται από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, από την εξέλιξη της κοινωνίας και από το πλάτος των ταξικών αγώνων. Οι βασικές γραμμές όλων των φιλοσοφιών δεν αποκαλύπτονται παρά ύστερα από τη μελέτη αυτών των αλληλοεπιδρώμενων πρωταρχικών δυνάμεων. Μόνο με την επίμονη χρησιμοποίηση αυτής της ερευνητικής μεθόδου, γράφει ο Λούκατς, μπορούμε, να ξεχωρίσουμε τα σημαντικά ζητήματα, που το ενδιαφέρον τους είναι διαρκές, από τις ασήμαντες λεπτομέρειες, και να φτάσουμε στην αποκάλυψη της πραγματικής σημασίας της φιλοσοφίας.
Βασικό σταθμό στην εξέλιξη του γερμανικού, άλλα και του διεθνούς ιρρασιοναλισμού θεωρεί ο Λούκατς το Φρειδερίκο Νίτσε. Ενδεικτικό της αποφασιστικής και βαρύνουσας σημασίας του Nίτσε για τον ιρρασιοναλισμό αποτελεί το γεγονός ότι είναι ο μόνος φιλόσοφος στον οποίο, όπως είπαμε στην αρχή, αφιερώνει ο Λούκατς ένα ολόκληρο κεφάλαιο και τις περισσότερες σελίδες απ’ οποιονδήποτε άλλο φιλόσοφο ή στοχαστή του αστικού στρατοπέδου. Ο Νίτσε είναι, κατά το Λούκατς, ο θεμελιωτής του ιρρασιοναλιαμού της ιμπεριαλιστικής περιόδου, που τα σπέρματα των ιδεών του ανευρίσκονται διάσπαρτα στα έργα όλων των μετανιτσεΐκών ιρρασιοναλιστών φιλοσόφων. Πανομοιότυπες ή παραλλαγμένες τις ιδέες του Νίτσε ανευρίσκει ο Λούκατς στην «ιδεολογία» του εθνικοσοσιαλισμού, που είχε αναγάγει σε άρθρο πίστης της πολιτικής του το νόμο της ζούγκλας. Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που γίνεται λόγος για τη συγγένεια της «ιδεολογίας» του εθνικοσοσιαλισμού με τη νιτσεΐκή φιλοσοφία, παρ’ όλο ότι βρέθηκαν συγγραφείς και στοχαστές μεγάλης αξίας και κύρους, όπως, λόγου χάρη, ο Στέφαν Τσβάιχ, που, ούτε λίγο ούτε πολύ, ονόμασε το Νίτσε «παιδαγωγό της λευτεριάς» και παρ’ όλο ότι, τα τελευταία χρόνια, βρέθηκαν μαρξιστές που επεχείρησαν να συμφιλιώσουν τη μαρξιστική φιλοσοφία με το νιτσεϊκό κόσμο ιδεών, ανακαλύπτοντας κοινά σημεία ανάμεσα στις δύο φιλοσοφίες. Η άξια της μελέτης του Λούκατς για το Νίτσε συνίσταται, κατά τη γνώμη μας, στο ότι, πρώτος αυτός, επιχείρησε να ρίξει φως. χρησιμοποιώντας τη μαρξιστική μεθοδολογία και αντλώντας επιχειρήματα από το ίδιο το έργο του Νίτσε, στις σχέσεις της φιλοσοφίας του με την εθνικοσοσιαλιστική «φιλοσοφία». Ίσως θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι το κεφάλαιο για το Νίτσε, αποκομμένο από το σύνολο της αλληλουχίας των σκέψεων της «Καταστροφής του λογικού», υφίσταται μια σοβαρή μείωση της σημασίας του από άποψη λειτουργικότητας. Η παρατήρηση. ωστόσο, έχουμε τη γνώμη ότι είναι αβάσιμη, πρώτ’ απ’ όλα γιατί το ιρρασιοναλιστικό στοιχείο αποτελεί το θεμέλιο λίθο της νιτσεϊκής φιλοσοφίας και δεύτερο γιατί, στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει τις διαπιστώσεις του και τα συμπεράσματα του ο Λούκατς για καθετί πού σχετίζεται με το ιρρασιοναλιστικό στοιχείο της φιλοσοφίας του Νίτσε, αναγκάζεται να φέρει στην επιφάνεια όλες σχεδόν τις όψεις της φιλοσοφίας του, πράγμα που προσδίδει στη μελέτη του μιαν αναμφισβήτητη πληρότητα.
Ο αξέχαστος Δημήτρης Γληνός, ο σοφός δάσκαλος που τόσα του χρωστά η διανόηση του τόπου μας, σ’ ένα λαμπρό μελέτημά του για το Νίτσε, που προτάσσεται σαν εισαγωγή στη μετάφραση από τον ίδιο στη γλώσσα μας της «Γενεαλογίας της ηθικής», επιχειρώντας να εντοπίσει τους βασικούς παράγοντες πού διαμόρφωσαν το έργο και τη φιλοσοφία του δημιουργού του «Ζαρατούστρα», διατύπωνε ορισμένα καίρια και πολυσήμαντα ερωτήματα: «Οι πόθοι και τα ιδανικά» του Νίτσε. έλεγε, «είταν άραγε απλή νοσταλγία ενός περασμένου κόσμου από μιαν αριστοκρατία που έβλεπε τον εαυτό της να παραμερίζεται από τα εξισωτικά ιδανικά της μεγάλης μάζας; Είταν η νοσταλγία της επιστροφής στη φεουδαρχία, που παραμεριζόταν από το ανέβασμα της αστικοδημοκρατικής μάζας; Ή πολύ περισσότερο είταν οι πόθοι και τα ιδανικά τούτα η δυναμική προβολή ενός νέου κόσμου που εξορμούσε για την κατάχτηση της ζωής; Στάθηκε ο Νίτσε ένας νοσταλγός ή ένας προφήτης; Ο Γληνός υπεστήριζε ότι ο καιρός που είχε περάσει από το θάνατο του Νίτσε ως την εποχή που έγραφε τη μελέτη του, δηλαδή ως το 1941, καθώς και οι τεράστιες πολιτικοκοινωνικές συγκρούσεις που γέμισαν το διάστημα αυτό, έδιναν ακόμη, τότε, διφορούμενη απάντηση στα ερωτήματά του. Είναι αλήθεια, συνέχιζε ο Γληνός, ότι από ένα βιβλίο που είχε βγάλει, τότε, η αδελφή του Γερμανού φιλοσόφου Ελιζαμπέττα Φέρστερ - Νίτσε με τον τίτλο «Προφητείες και λόγοι του Νίτσε για έθνη και φυλές», φαινόταν ότι τα ιδανικά του αντιστοιχούσαν με κάποια πολύ δυνατά ρεύματα του καιρού εκείνου (τα ρεύματα του φασισμού και του ναζισμού), παρ’ όλ’ αυτά, όμως, «για την οριστική απάντηση, κατέληγε ο Γληνός, χρειάζεται μια βαθύτερη ανάλυση που δε μπορεί να γίνει τώρα και κάποιο πέρασμα καιρού. Ως τόσο το ερώτημα μένει ακέραιο. Στάθηκε ο Νίτσε ένας νοσταλγός ή ένας προφήτης;» Αν ζούσε σήμερα ο Γληνός και είχε υπόψη του τα όσα γράφει για το Νίτσε ο Λούκατς, θα είχε, ασφαλώς, δώσει στα ερωτήματά του τη σωστή απάντηση: Όχι, οι πόθοι και τα ιδανικά που προέβαλε στο έργο του ο Νίτσε δεν είταν η απλή νοσταλγία ενός περασμένου κόσμου από μιαν αριστοκρατία που έβλεπε τον εαυτό της να παραμερίζεται από τα εξισωτικά ιδανικά της μεγάλης μάζας, ούτε η νοσταλγία της επιστροφής στη φεουδαρχία που παραμεριζόταν από το ανέβασμα της αστικοδημοκρατικής μάζας. Ο Νίτσε είταν ένας προφήτης, όχι, όμως. ο προφήτης ενός κόσμου που εξορμούσε για την κατάχτηση της ζωής, άλλα ο προφήτης ενός κόσμου που έκλεινε μέσα του το ζόφο και την καταστροφή, το θάνατο και τον πόνο.
Απρίλης 1959
Ξ.I.К.
Δεν είναι ασφαλώς, δυνατόν, μέσα στα περιορισμένα πλαίσια ενός προλογικού σημειώματος, να κάνουμε λόγο για το έργο και την προσωπικότητα πνευματικών μορφών όπως του Φρειδερίκου Νίτσε και του Γκέοργκ Λούκατς, που το πέρασμά τους άφησε βαθύτατα ίχνη στον κόσμο των ιδεών. Μια τέτοια φιλοδοξία, εξάλλου, έχουμε τη γνώμη πως θ’ αποδεικνυόταν υπέρτερη των δυνάμεών μας και θα κατέληγε, σίγουρα, στη στείρα επανάληψη απόψεων που διατυπώθηκαν από έγκυρους μελετητές του έργου τόσο του Νίτσε, του φιλοσόφου που ύμνησε τη σκληρότητα κι εχλεύασε όλες τις καθιερωμένες αξίες της εποχής του, όσο και του Λούκατς, του κορυφαίου φιλοσόφου των χρόνων μας, που θεωρείται ο μόνος πρωτότυπος μετά το Λένιν μαρξιστής στοχαστής. Είμαστε, συνεπώς, υποχρεωμένοι να περιοριστούμε, κατ’ ανάγκην, στην παρουσίαση του κειμένου, που, σε μετάφραση, δίνουμε στη δημοσιότητα σήμερα.
Θα πρέπει, νομίζουμε, κατ’ αρχήν, να σημειωθεί ότι ο «Νίτσε» δεν αποτελεί μια μονογραφία, ένα αυτοτελές έργο του Λούκατς. Είναι τμήμα, μονάχα, ένα κεφάλαιο (το τρίτο) του μνημειώδους έργου του «Η καταστροφή του λογικού» (τίτλος του γερμανικού πρωτοτύπου: «ZERSTÖRUNG DER VERNUNFT»), που πραγματεύεται την ιστορία της ρασιοναλιστικής γερμανικής φιλοσοφίας. Το βιβλίο περιλαμβάνει, ακόμα, ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στη γερμανική κοινωνιολογία κι άλλο ένα αφιερωμένο στον κοινωνικό δαρβινισμό και συνοδεύεται από έναν πολυσέλιδο πρόλογο, στον όποιο «ο λαός του Ντύρερ και του Τόμας Μύνστερ, του Γ καίτε και του Καρλ Μαρξ» προτρέπεται ν’ απελευθερωθεί από την επαίσχυντη κληρονομιά τού ιρρασιοναλιομού, μια κληρονομιά που κορυφώνεται με τις δολοφονικές παραφροσύνες του Γ' Ράιχ.
«Η καταστροφή του λογικού» δεν έχει σαν σκοπό της. όπως γράφει ο Λούκατς, να γίνει μια ιστορία, ή, έστω, ένα απλό εγχειρίδιο της «αντιδραστικής» φιλοσοφίας. Αντικείμενό της έχει το φαινόμενο του ιρρασιοναλιομού, που βασικά χαρακτηριστικά του είναι η υποτίμηση του νου και του λογικού και η άμετρη, αντιστοίχως, υπερτίμηση της ενόρασης, μια αριστοκρατική θεωρία της γνώσης, η απόρριψη της ιδέας της ιστορικής προόδου της κοινωνίας, η δημιουργία μύθων. Ο ιρρασισναλιομός, υποστηρίζει ο Λούκατς, αντιπροσωπεύει την κυρίαρχη κατεύθυνση της αστικής φιλοσοφίας και αποτελεί μιαν από τις θεμελιώδεις τάσεις της. Στην «Καταστροφή του λογικού» δεν πρόκειται, βέβαια, να παρακολουθήσουμε μια λεπτομερειακά εξαντλητική μελέτη του ιρρασιοναλιστικού φαινομένου, απλώς, μας δίνεται στις σελίδες της ανάγλυφη η κύρια γραμμή της ανάπτυξής του, μέσω της ανάλυσης των πιο σημαντικών και πιο τυπικών εκπρόσωπων του. Η κύρια αυτή γραμμή δεν είναι άλλη από την αντιδραστική απάντηση που δίνει η αστική φιλοσοφία στα μεγάλα ιστορικά προβλήματα που τέθηκαν από -τις αρχές του αιώνα μας.
Κλασική χώρα του ιρρασιοναλιομού, για το Λούκατς, είναι η Γερμανία του XIX και του XX αιώνα. Η Γερμανία των δυο τελευταίων τούτων αιώνων είναι, κατά το Λούκατς, ο γεωγραφικός χώρος όπου ο ιρρασιοναλισμός γνώρισε την πιο ιδιόμορφη και την πιο πλατειά ανάπτυξη και όπου, συνεπώς, μπορούμε να τον μελετήσουμε καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Ξεκινώντας από τη σωστή αυτή θέση ο Λούκατς, μας δείχνει τους δρόμους από τους όποιους πέρασε η Γερμανία, στον τομέα της Φιλοσοφίας, για να φτάσει, χειραγωγούμενη από τον ιρρασιοναλισμό, στο Χίτλερ. και μας δείχνει, ακόμη, πως οι φιλοσοφικές διαμορφώσεις, που, καθεαυτές, δεν είναι παρά οι αφηρημένες αντανακλάσεις της πραγματικής εξέλιξης, μπόρεσαν να επισπεύσουν την πορεία της Γερμανίας προς το χιτλερισμό.
Ο Λούκατς δεν παύει να τονίζει στο έργο του ότι η ιστορία της φιλοσοφίας, όπως ακριβώς και η ιστορία της τέχνης και της λογοτεχνίας, δεν είναι απλώς μια ιστορία των φιλοσοφικών ιδεών, ούτε μια ιστορία μονάχα των φιλοσόφων. Τα προβλήματα και η κατεύθυνση των λύσεων στη φιλοσοφία, υποστηρίζει ο Λούκατς, δίνονται από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, από την εξέλιξη της κοινωνίας και από το πλάτος των ταξικών αγώνων. Οι βασικές γραμμές όλων των φιλοσοφιών δεν αποκαλύπτονται παρά ύστερα από τη μελέτη αυτών των αλληλοεπιδρώμενων πρωταρχικών δυνάμεων. Μόνο με την επίμονη χρησιμοποίηση αυτής της ερευνητικής μεθόδου, γράφει ο Λούκατς, μπορούμε, να ξεχωρίσουμε τα σημαντικά ζητήματα, που το ενδιαφέρον τους είναι διαρκές, από τις ασήμαντες λεπτομέρειες, και να φτάσουμε στην αποκάλυψη της πραγματικής σημασίας της φιλοσοφίας.
Βασικό σταθμό στην εξέλιξη του γερμανικού, άλλα και του διεθνούς ιρρασιοναλισμού θεωρεί ο Λούκατς το Φρειδερίκο Νίτσε. Ενδεικτικό της αποφασιστικής και βαρύνουσας σημασίας του Nίτσε για τον ιρρασιοναλισμό αποτελεί το γεγονός ότι είναι ο μόνος φιλόσοφος στον οποίο, όπως είπαμε στην αρχή, αφιερώνει ο Λούκατς ένα ολόκληρο κεφάλαιο και τις περισσότερες σελίδες απ’ οποιονδήποτε άλλο φιλόσοφο ή στοχαστή του αστικού στρατοπέδου. Ο Νίτσε είναι, κατά το Λούκατς, ο θεμελιωτής του ιρρασιοναλιαμού της ιμπεριαλιστικής περιόδου, που τα σπέρματα των ιδεών του ανευρίσκονται διάσπαρτα στα έργα όλων των μετανιτσεΐκών ιρρασιοναλιστών φιλοσόφων. Πανομοιότυπες ή παραλλαγμένες τις ιδέες του Νίτσε ανευρίσκει ο Λούκατς στην «ιδεολογία» του εθνικοσοσιαλισμού, που είχε αναγάγει σε άρθρο πίστης της πολιτικής του το νόμο της ζούγκλας. Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που γίνεται λόγος για τη συγγένεια της «ιδεολογίας» του εθνικοσοσιαλισμού με τη νιτσεΐκή φιλοσοφία, παρ’ όλο ότι βρέθηκαν συγγραφείς και στοχαστές μεγάλης αξίας και κύρους, όπως, λόγου χάρη, ο Στέφαν Τσβάιχ, που, ούτε λίγο ούτε πολύ, ονόμασε το Νίτσε «παιδαγωγό της λευτεριάς» και παρ’ όλο ότι, τα τελευταία χρόνια, βρέθηκαν μαρξιστές που επεχείρησαν να συμφιλιώσουν τη μαρξιστική φιλοσοφία με το νιτσεϊκό κόσμο ιδεών, ανακαλύπτοντας κοινά σημεία ανάμεσα στις δύο φιλοσοφίες. Η άξια της μελέτης του Λούκατς για το Νίτσε συνίσταται, κατά τη γνώμη μας, στο ότι, πρώτος αυτός, επιχείρησε να ρίξει φως. χρησιμοποιώντας τη μαρξιστική μεθοδολογία και αντλώντας επιχειρήματα από το ίδιο το έργο του Νίτσε, στις σχέσεις της φιλοσοφίας του με την εθνικοσοσιαλιστική «φιλοσοφία». Ίσως θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι το κεφάλαιο για το Νίτσε, αποκομμένο από το σύνολο της αλληλουχίας των σκέψεων της «Καταστροφής του λογικού», υφίσταται μια σοβαρή μείωση της σημασίας του από άποψη λειτουργικότητας. Η παρατήρηση. ωστόσο, έχουμε τη γνώμη ότι είναι αβάσιμη, πρώτ’ απ’ όλα γιατί το ιρρασιοναλιστικό στοιχείο αποτελεί το θεμέλιο λίθο της νιτσεϊκής φιλοσοφίας και δεύτερο γιατί, στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει τις διαπιστώσεις του και τα συμπεράσματα του ο Λούκατς για καθετί πού σχετίζεται με το ιρρασιοναλιστικό στοιχείο της φιλοσοφίας του Νίτσε, αναγκάζεται να φέρει στην επιφάνεια όλες σχεδόν τις όψεις της φιλοσοφίας του, πράγμα που προσδίδει στη μελέτη του μιαν αναμφισβήτητη πληρότητα.
Ο αξέχαστος Δημήτρης Γληνός, ο σοφός δάσκαλος που τόσα του χρωστά η διανόηση του τόπου μας, σ’ ένα λαμπρό μελέτημά του για το Νίτσε, που προτάσσεται σαν εισαγωγή στη μετάφραση από τον ίδιο στη γλώσσα μας της «Γενεαλογίας της ηθικής», επιχειρώντας να εντοπίσει τους βασικούς παράγοντες πού διαμόρφωσαν το έργο και τη φιλοσοφία του δημιουργού του «Ζαρατούστρα», διατύπωνε ορισμένα καίρια και πολυσήμαντα ερωτήματα: «Οι πόθοι και τα ιδανικά» του Νίτσε. έλεγε, «είταν άραγε απλή νοσταλγία ενός περασμένου κόσμου από μιαν αριστοκρατία που έβλεπε τον εαυτό της να παραμερίζεται από τα εξισωτικά ιδανικά της μεγάλης μάζας; Είταν η νοσταλγία της επιστροφής στη φεουδαρχία, που παραμεριζόταν από το ανέβασμα της αστικοδημοκρατικής μάζας; Ή πολύ περισσότερο είταν οι πόθοι και τα ιδανικά τούτα η δυναμική προβολή ενός νέου κόσμου που εξορμούσε για την κατάχτηση της ζωής; Στάθηκε ο Νίτσε ένας νοσταλγός ή ένας προφήτης; Ο Γληνός υπεστήριζε ότι ο καιρός που είχε περάσει από το θάνατο του Νίτσε ως την εποχή που έγραφε τη μελέτη του, δηλαδή ως το 1941, καθώς και οι τεράστιες πολιτικοκοινωνικές συγκρούσεις που γέμισαν το διάστημα αυτό, έδιναν ακόμη, τότε, διφορούμενη απάντηση στα ερωτήματά του. Είναι αλήθεια, συνέχιζε ο Γληνός, ότι από ένα βιβλίο που είχε βγάλει, τότε, η αδελφή του Γερμανού φιλοσόφου Ελιζαμπέττα Φέρστερ - Νίτσε με τον τίτλο «Προφητείες και λόγοι του Νίτσε για έθνη και φυλές», φαινόταν ότι τα ιδανικά του αντιστοιχούσαν με κάποια πολύ δυνατά ρεύματα του καιρού εκείνου (τα ρεύματα του φασισμού και του ναζισμού), παρ’ όλ’ αυτά, όμως, «για την οριστική απάντηση, κατέληγε ο Γληνός, χρειάζεται μια βαθύτερη ανάλυση που δε μπορεί να γίνει τώρα και κάποιο πέρασμα καιρού. Ως τόσο το ερώτημα μένει ακέραιο. Στάθηκε ο Νίτσε ένας νοσταλγός ή ένας προφήτης;» Αν ζούσε σήμερα ο Γληνός και είχε υπόψη του τα όσα γράφει για το Νίτσε ο Λούκατς, θα είχε, ασφαλώς, δώσει στα ερωτήματά του τη σωστή απάντηση: Όχι, οι πόθοι και τα ιδανικά που προέβαλε στο έργο του ο Νίτσε δεν είταν η απλή νοσταλγία ενός περασμένου κόσμου από μιαν αριστοκρατία που έβλεπε τον εαυτό της να παραμερίζεται από τα εξισωτικά ιδανικά της μεγάλης μάζας, ούτε η νοσταλγία της επιστροφής στη φεουδαρχία που παραμεριζόταν από το ανέβασμα της αστικοδημοκρατικής μάζας. Ο Νίτσε είταν ένας προφήτης, όχι, όμως. ο προφήτης ενός κόσμου που εξορμούσε για την κατάχτηση της ζωής, άλλα ο προφήτης ενός κόσμου που έκλεινε μέσα του το ζόφο και την καταστροφή, το θάνατο και τον πόνο.
Απρίλης 1959
Ξ.I.К.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου